Ξινό Νερό

Ξινό Νερό
Μεγάλος ορεινός οικισμός (1371 κάτ., υψόμ. 650), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (26 τ. χλμ., 1371 κάτ.). Κοντά στο Ξ.Ν. υπάρχουν μεγάλες πηγές. Το νερό τους είναι ιαματικό για τη χρόνια διάρροια, τη δυσκοιλιότητα, την αρθρίτιδα και τις ασθένειες των ουροποιητικών οδών. Το νερό αυτό χρησιμοποιείται και ως επιτραπέζιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Souroti — Infobox Greek Dimos name = Souroti name local = Σουρωτή caption skyline = Central square of Souroti city city lat deg = 40 lat min = 28 lon deg = 23 lon min = 04 elevation min = elevation = 120 elevation max = periph = Central Macedonia prefec =… …   Wikipedia

  • Liste bulgarischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste mazedonischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste südslawischer Bezeichnungen griechischer Orte — In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen Bezeichnungen von Orten in Griechenland gegenübergestellt. Viele griechische Siedlungen hatten in ihrer Geschichte griechische und nichtgriechische Namensformen. Eine Vielzahl dieser Namen …   Deutsch Wikipedia

  • Autobahn 27 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR A Αυτοκινητόδρομος A27 in Griechenland …   Deutsch Wikipedia

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • γεύση — Μία από τις αισθήσεις, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτοί οι γευστικοί ερεθισμοί όταν διάφορες ουσίες μπαίνουν στο στόμα. Θεμελιώδη όργανα της γ. είναι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας και του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Τα όργανα… …   Dictionary of Greek

  • οινοτρόποι — Μυθολογικό πρόσωπο. Λέγονται και Οινοτρόφοι. Κόρες του μυθικού βασιλιά της Δήλου Άνιου και της Δωρίππης που ήταν απόγονοι του Απόλλωνα και του Διόνυσου. Τα ονόματα τους Οινώ, Σπερμώ και Ελαΐς, συμβολίζουν αντίστοιχα την παραγωγή κρασιού, σιταριού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”